- κρῑθοφαγία
- κρῑθο-φαγία, ἡ, das Gersteessen, Essen von Gerstenbrot; eine Strafe der römischen Soldaten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κριθοφαγία — κριθοφαγία, ἡ (Α) [κριθοφάγος] το να τρώγει κάποιος κριθάρι, ως τιμωρία, στον ρωμαϊκό στρατό («τοῡ δὲ παραδειγματισμοῡ τοῡ κατὰ τὴν κριθοφαγίαν ὁμοίως συμβαίνοντος», Πολ.) … Dictionary of Greek
κριθοφαγίαν — κριθοφαγίᾱν , κριθοφαγία barley diet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)